ταχινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταχινός | η | ταχινή | το | ταχινό |
γενική | του | ταχινού | της | ταχινής | του | ταχινού |
αιτιατική | τον | ταχινό | την | ταχινή | το | ταχινό |
κλητική | ταχινέ | ταχινή | ταχινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταχινοί | οι | ταχινές | τα | ταχινά |
γενική | των | ταχινών | των | ταχινών | των | ταχινών |
αιτιατική | τους | ταχινούς | τις | ταχινές | τα | ταχινά |
κλητική | ταχινοί | ταχινές | ταχινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς. Η σημασία, μεσαιωνική.
Επίθετο
επεξεργασίαταχινός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔε σχετίζεται το ταχίνι.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχινός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς
Επίθετο
επεξεργασίαταχινός
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχινός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταχ(ύς) + -ινός
Επίθετο
επεξεργασίαταχινός, -ή, -όν, υπερθετικός : ταχινώτατος
- (ελληνιστική κοινή) ποιητικός τύπος του ταχύς: γρήγορος
- ※ 3oς πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1044, @scaife.perseus
- ἧκε δʼ ἐπʼ οἰωνὸν ταχινὸν βέλος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πέτρου ἐπιστολὴ καθολικὴ δευτέρα, 2.1 @scaife.perseus
- Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν·
- Παρουσιάσθηκαν δὲ καὶ φευδοπροφῆτες στὸ λαό, ὅπως καὶ σὲ σᾶς θὰ παρουσιασθοῦν φευδοδιδάσχαλοι. Αὐτοὶ μὲ τρόπο δόλιο θὰ εἰσαγάγουν αἱρέσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια, θὰ ἀρνοῦνται καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότη (τὸν Κύριο) ποὺ τοὺς ἀγόρασε, καὶ ἔτσι θὰ ἐπιφέρουν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους γρήγορη ἀπώλεια.
- Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
- Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν·
- ※ 3oς πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1044, @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ταχύς
Πηγές
επεξεργασία- ταχινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταχινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.