ταχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταχιά <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταχιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ταχέα, ουδέτρο του ταχύς στον πληθυντικό με συνίζηση [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χιά
Επίρρημα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ταχιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .