συμπερίληψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπερίληψη | οι | συμπεριλήψεις |
γενική | της | συμπερίληψης* | των | συμπεριλήψεων |
αιτιατική | τη | συμπερίληψη | τις | συμπεριλήψεις |
κλητική | συμπερίληψη | συμπεριλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπεριλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπερίληψη < συμπεριλαμβάνω + -ψη < ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβάνω < σύν + περί + αρχαία ελληνική λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπερίληψη θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος συμπεριλαμβάνω
- (ειδικότερα, νεολογισμός) η ενεργή και συνειδητή διαδικασία ενσωμάτωσης όλων των ατόμων στο κοινωνικό σύνολο, με σεβασμό στις διαφορετικές ταυτότητες και ιδιαιτερότητές τους, εξαλείφοντας κάθε μορφή αποκλεισμού ή διάκρισης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συμπερίληψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)