συμπερίληψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπερίληψη | οι | συμπεριλήψεις |
γενική | της | συμπερίληψης* | των | συμπεριλήψεων |
αιτιατική | τη | συμπερίληψη | τις | συμπεριλήψεις |
κλητική | συμπερίληψη | συμπεριλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπεριλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπερίληψη < συμπεριλαμβάνω + -ψη < ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβάνω < σύν + περί + αρχαία ελληνική λαμβάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπερίληψη θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος συμπεριλαμβάνω