↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπαραστατούμενος η συμπαραστατούμενη
συμπαραστατουμένη
το συμπαραστατούμενο
      γενική του συμπαραστατούμενου
συμπαραστατουμένου
της συμπαραστατούμενης
συμπαραστατουμένης
του συμπαραστατούμενου
συμπαραστατουμένου
    αιτιατική τον συμπαραστατούμενο τη συμπαραστατούμενη
συμπαραστατουμένη
το συμπαραστατούμενο
     κλητική συμπαραστατούμενε συμπαραστατούμενη
συμπαραστατουμένη
συμπαραστατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπαραστατούμενοι οι συμπαραστατούμενες τα συμπαραστατούμενα
      γενική των συμπαραστατούμενων
συμπαραστατουμένων
των συμπαραστατούμενων
συμπαραστατουμένων
των συμπαραστατούμενων
συμπαραστατουμένων
    αιτιατική τους συμπαραστατούμενους
συμπαραστατουμένους
τις συμπαραστατούμενες τα συμπαραστατούμενα
     κλητική συμπαραστατούμενοι συμπαραστατούμενες συμπαραστατούμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαραστατούμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπαρίσταμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ba.ɾas.taˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐πα‐ρασ‐τα‐τού‐με‐νος

συμπαραστατούμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία