συμπαραστατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαραστατούμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπαρίσταμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾas.taˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρασ‐τα‐τού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυμπαραστατούμενος
- (λόγιο) που έχει άλλους κοντά του, συνήθως που τον βοηθούν τρόπον τινά
- ⮡ (λόγιο, + από, με αιτιατική) Στὴ λειτουργία αὐτὴ προεξάρχων ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Γέρων Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς κ. Ἰάκωβος, συμπαραστατούμενος ἀπὸ τοὺς συλλειτουργοῦντες... [1]
- ⮡ (λόγιο, + παρά, με γενική) Τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρὸν καί εἶναι ἀνάγκη καί πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτόνς (sic) ὁ Δήμαρχος κ. Ἀναστ. Μακρῆς ἐξουσιοδοτούμενος παρά τοῦ Δημοτικοῦ Συμβολὶου (sic), καί ἐνισχυόμενος παρά τοῦ Νομάρχου Δράμας κ. Ἀναστ. Νικολαΐδη καί συμπαραστατούμενος καὶ παρὰ τῶν κ. βουλευτῶν Δράμας νά μεταβῇ εἰς Ἀθήνας... [2]
- ⮡ (αρχαιοπρεπές, + υπό, με γενική) Ἐλειτούργησε ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμένας μας, συμπαραστατούμενος ὑπὸ τῶν Αἰδεσιμωτάτων Πρεσβυτέρων... [3]
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαραστατούμενος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ΕΤΟΣ ΛΖ', 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 1988, σλ. 178, ανακτήθηκε στις 30/05/2024
- ↑ ΘΑΡΡΟΣ, ΔΡΑΜΑ, 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 1979, Σελίδα 3η, ανακτήθηκε στις 30/05/2024
- ↑ Ἱερὰ Ἐπισκοπὴ Γκλντάνι Γεωργίας, Προσκυνηματικὴ καὶ Ποιμαντικὴ Ἐπίσκεψις στὴν Ἁγία Γῆ τῆς Γεωργίας, 13η-18η Αὐγούστου 2016 ἐκ. ἡμ, ανακτήθηκε στις 30/05/2024