↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκυμαινόμενος η συγκυμαινόμενη το συγκυμαινόμενο
      γενική του συγκυμαινόμενου της συγκυμαινόμενης του συγκυμαινόμενου
    αιτιατική τον συγκυμαινόμενο τη συγκυμαινόμενη το συγκυμαινόμενο
     κλητική συγκυμαινόμενε συγκυμαινόμενη συγκυμαινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκυμαινόμενοι οι συγκυμαινόμενες τα συγκυμαινόμενα
      γενική των συγκυμαινόμενων των συγκυμαινόμενων των συγκυμαινόμενων
    αιτιατική τους συγκυμαινόμενους τις συγκυμαινόμενες τα συγκυμαινόμενα
     κλητική συγκυμαινόμενοι συγκυμαινόμενες συγκυμαινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκυμαινόμενος < συγ- + κυμαινόμενος, μετοχή ενεστώτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siŋ.ɟi.meˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκυ‐μαι‐νό‐με‐νος

συγκυμαινόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα) μετοχή σύνθετη χωρίς ρήμα?

  Μεταφράσεις

επεξεργασία