συγκυμαινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκυμαινόμενος < συγ- + κυμαινόμενος, μετοχή ενεστώτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɟi.meˈno.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκυ‐μαι‐νό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυγκυμαινόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα) μετοχή σύνθετη χωρίς ρήμα?
- μαθηματικά, στατιστική) συμμεταβλητός
- ⮡ συγκυμαινόμενη τιμή