Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμμεταβλητός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμμεταβλητ
ός
η
συμμεταβλητ
ή
το
συμμεταβλητ
ό
γενική
του
συμμεταβλητ
ού
της
συμμεταβλητ
ής
του
συμμεταβλητ
ού
αιτιατική
τον
συμμεταβλητ
ό
τη
συμμεταβλητ
ή
το
συμμεταβλητ
ό
κλητική
συμμεταβλητ
έ
συμμεταβλητ
ή
συμμεταβλητ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμμεταβλητ
οί
οι
συμμεταβλητ
ές
τα
συμμεταβλητ
ά
γενική
των
συμμεταβλητ
ών
των
συμμεταβλητ
ών
των
συμμεταβλητ
ών
αιτιατική
τους
συμμεταβλητ
ούς
τις
συμμεταβλητ
ές
τα
συμμεταβλητ
ά
κλητική
συμμεταβλητ
οί
συμμεταβλητ
ές
συμμεταβλητ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
συμμεταβλητός
(en)
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
που είναι ή έχει συσχετισμένη
μεταβλητή
(
συμμεταβλητή
(
ουσιαστικοποιημένο
))
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
covariant
(en)