στιλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιλιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stylistique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stylistic < style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-
Επίθετο
επεξεργασίαστιλιστικός
- που έχει σχέση με το στιλ ή τον στιλίστα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) στιλιστική: η υφολογία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στιλιστικά
- στιλιστική
- → δείτε τη λέξη στιλ