πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιλίστας οι στιλίστες
      γενική του στιλίστα των στιλιστών
    αιτιατική τον στιλίστα τους στιλίστες
     κλητική στιλίστα στιλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιλίστας αρσενικό (θηλυκό στιλίστρια)

  1. σύμβουλος επί θεμάτων στιλ, αισθητικής, δημόσιας εικόνας κ.λπ.
  2. συγγραφέας με αναγνωρίσιμο και καλοδουλεμένο στιλ / ύφος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη στιλ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. στιλίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 στιλίστας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)