Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στυλίστας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στυλίστ
ας
οι
στυλίστ
ες
γενική
του
στυλίστ
α
των
στυλιστ
ών
αιτιατική
τον
στυλίστ
α
τους
στυλίστ
ες
κλητική
στυλίστ
α
στυλίστ
ες
Κατηγορία
όπως «
γαλαξίας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στυλίστας
<
στυλ
+
-ίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στυλίστας
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
άλλη μορφή
του
στιλίστας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στυλίστας
→
δείτε
τη λέξη
στιλίστας