Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφολογικός η υφολογική το υφολογικό
      γενική του υφολογικού της υφολογικής του υφολογικού
    αιτιατική τον υφολογικό την υφολογική το υφολογικό
     κλητική υφολογικέ υφολογική υφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφολογικοί οι υφολογικές τα υφολογικά
      γενική των υφολογικών των υφολογικών των υφολογικών
    αιτιατική τους υφολογικούς τις υφολογικές τα υφολογικά
     κλητική υφολογικοί υφολογικές υφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφολογικός < υφολογία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stylistique ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stylistic)

  Επίθετο επεξεργασία

υφολογικός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία