στερεοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεοσκοπία < στερεο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερεοσκοπία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοσκοπία
|