↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοσκοπία οι στερεοσκοπίες
      γενική της στερεοσκοπίας των στερεοσκοπιών
    αιτιατική τη στερεοσκοπία τις στερεοσκοπίες
     κλητική στερεοσκοπία στερεοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereoscopy < αρχαία ελληνική στερεός + σκοπέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεοσκοπία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία