στερεοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereoscopy < αρχαία ελληνική στερεός + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοσκοπία θηλυκό
- (παρωχημένο, τεχνολογία) τεχνική που επιτρέπει την αντίληψη του βάθους σε μια εικόνα, δημιουργώντας την αίσθηση του τρισδιάστατου χώρου, η οποία βασίζεται στη λήψη δύο εικόνων από ελαφρώς διαφορετικές γωνίες και στην προβολή τους με τρόπο που ο εγκέφαλος τις συνδυάζει σε μία εικόνα με βάθος
Συγγενικά
επεξεργασία- στερεοσκόπηση
- στερεοσκοπικός
- στερεοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις στερεός και σκοπώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Stereoscopy στην αγγλική Βικιπαίδεια
- 3D
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοσκοπία