Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοσκοπία οι στερεοσκοπίες
      γενική της στερεοσκοπίας των στερεοσκοπιών
    αιτιατική τη στερεοσκοπία τις στερεοσκοπίες
     κλητική στερεοσκοπία στερεοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοσκοπία < στερεο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερεοσκοπία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία