στερεοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στερεοσκόπηση | οι | στερεοσκοπήσεις |
γενική | της | στερεοσκόπησης* | των | στερεοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | στερεοσκόπηση | τις | στερεοσκοπήσεις |
κλητική | στερεοσκόπηση | στερεοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερεοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στερεοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereoscopy αρχαία ελληνική στερεός + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοσκόπηση θηλυκό
- (παρωχημένο, τεχνολογία) η διαδικασία της στερεοσκοπίας
- ※ Ο Μπράιαν Μέι είναι ειδικός στη στερεοσκόπηση, διαδικασία στην οποία χρησιμοποιούνται δύο δισδιάστατες εικόνες που, όταν τις βλέπει κάποιος και από τα δύο μάτια, δημιουργείται η αίσθηση τρισδιάστατης εντύπωσης.
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοσκόπηση