Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεοσκοπικός η στερεοσκοπική το στερεοσκοπικό
      γενική του στερεοσκοπικού της στερεοσκοπικής του στερεοσκοπικού
    αιτιατική τον στερεοσκοπικό τη στερεοσκοπική το στερεοσκοπικό
     κλητική στερεοσκοπικέ στερεοσκοπική στερεοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεοσκοπικοί οι στερεοσκοπικές τα στερεοσκοπικά
      γενική των στερεοσκοπικών των στερεοσκοπικών των στερεοσκοπικών
    αιτιατική τους στερεοσκοπικούς τις στερεοσκοπικές τα στερεοσκοπικά
     κλητική στερεοσκοπικοί στερεοσκοπικές στερεοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοσκοπικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στερεοσκοπικός

  1. αυτός που αποβλέπει στη δημιουργία τρίτης διάστασης στην εικόνα 
  2. ο σχετικός με τη στερεοσκοπία

  Μεταφράσεις επεξεργασία