στερεοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereoscope < αρχαία ελληνική στερεός + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοσκόπιο ουδέτερο
- (παρωχημένο, τεχνολογία) όργανο με το οποίο γίνεται η στερεοσκοπία / στερεοσκόπηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Stereoscope στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοσκόπιο