↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στέρνον τὰ στέρν
      γενική τοῦ στέρνου τῶν στέρνων
      δοτική τῷ στέρν τοῖς στέρνοις
    αιτιατική τὸ στέρνον τὰ στέρν
     κλητική ! στέρνον στέρν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στέρνω
γεν-δοτ τοῖν  στέρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέρνον < στερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (απλωμένος, εκτεταμένος) + -νον. Συγγενή: αρχαία ελληνική στόρνυμι, στρῶμα, στρατός, σανσκριτική स्तृणाति (stṛnā́ti, απλώνω), πρωτοσλαβική *stornà (πλευρά) (> ρωσική сторона), λατινική sterno (απλώνω), ιταλική sterno, πρωτογερμανική *strawjaną (σπέρνω, σκορπίζω) (> αγγλική strew) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέρνον, -ου ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.