στέρνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στέρνον | τὰ | στέρνᾰ |
γενική | τοῦ | στέρνου | τῶν | στέρνων |
δοτική | τῷ | στέρνῳ | τοῖς | στέρνοις |
αιτιατική | τὸ | στέρνον | τὰ | στέρνᾰ |
κλητική ὦ! | στέρνον | στέρνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στέρνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στέρνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στέρνον < στερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (απλωμένος, εκτεταμένος) + -νον. Συγγενή: αρχαία ελληνική στόρνυμι, στρῶμα, στρατός, σανσκριτική स्तृणाति (stṛnā́ti, απλώνω), πρωτοσλαβική *stornà (πλευρά) (> ρωσική сторона), λατινική sterno (απλώνω), ιταλική sterno, πρωτογερμανική *strawjaną (σπέρνω, σκορπίζω) (> αγγλική strew) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστέρνον, -ου ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασία- → δείτε και τα σύνθετά τους όπως περιστερνίδιον, περιστέρνιον, προστερνίδιον
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀμφίστερνος
- ἀντίστερνον
- βαθύστερνος
- δασύστερνος
- εὐρύστερνος
- εὔστερνος
- καλλίστερνος
- λασιόστερνος
- λευκόστερνος
- μεγαλόστερνος
- μελάνστερνος
- ὀξύστερνος
- πλατύστερνος
- ποικιλόστερνος
- πρόστερνος
- ῥοδόστερνος
- στερνοβριθής
- στερνοφορέω
- στερνόφθαλμος
- στερνοκοπέομαι
- στερνοκτύπος
- στερνόμαντις
- στερνοσχιδής
- στερνοτυπέομαι
- στερνοτυπής
- στερνοτυπία
- στερνοτύπτης
- στερνοῦχος
- ὑπόστερνος
- χαλκεόστερνος
- χαλκόστερνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στέρνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέρνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.