Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προστερνίδιον τὰ προστερνίδι
      γενική τοῦ προστερνιδίου τῶν προστερνιδίων
      δοτική τῷ προστερνιδί τοῖς προστερνιδίοις
    αιτιατική τὸ προστερνίδιον τὰ προστερνίδι
     κλητική ! προστερνίδιον προστερνίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προστερνιδίω
γεν-δοτ τοῖν  προστερνιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστερνίδιον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προστερνίδιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία