στερνοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαστερνοῦχος, -ος, -ον
- (για πεδιάδα) που είναι μεγάλη και εύφορη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 691 (685-691)
- οὐδ᾽ ἄυ-πνοι κρῆναι μινύθουσιν | Κηφισοῦ νομάδες ῥεέ-|θρων, ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι | ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσεται | ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ | στερνούχου χθονός·
- Εδώ οι ροές του Κηφισσού | ακοίμητες ποτέ δεν ησυχάζουν, | μόνο ακατάπαυστα κυλούν | στα ρείθρα του, κι εκείνος | με το γάργαρο νερό του | αρδεύει τους λειμώνες, | γρήγορα να καρπίσουν | στη γη μας την ευρύστερνη.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 691 (685-691)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στερνοῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στερνοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.