→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / στερνοῦχος τὸ στερνοῦχον
      γενική τοῦ/τῆς στερνούχου τοῦ στερνούχου
      δοτική τῷ/τῇ στερνούχ τῷ στερνούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν στερνοῦχον τὸ στερνοῦχον
     κλητική ! στερνοῦχε στερνοῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ στερνοῦχοι τὰ στερνοῦχ
      γενική τῶν στερνούχων τῶν στερνούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς στερνούχοις τοῖς στερνούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς στερνούχους τὰ στερνοῦχ
     κλητική ! στερνοῦχοι στερνοῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στερνούχω τὼ στερνούχω
      γεν-δοτ τοῖν στερνούχοιν τοῖν στερνούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερνοῦχος < στέρνον + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

στερνοῦχος, -ος, -ον

  • (για πεδιάδα) που είναι μεγάλη και εύφορη
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 691 (685-691)
    οὐδ᾽ ἄυ-πνοι κρῆναι μινύθουσιν | Κηφισοῦ νομάδες ῥεέ-|θρων, ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι | ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσεται | ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ | στερνούχου χθονός·
    Εδώ οι ροές του Κηφισσού | ακοίμητες ποτέ δεν ησυχάζουν, | μόνο ακατάπαυστα κυλούν | στα ρείθρα του, κι εκείνος | με το γάργαρο νερό του | αρδεύει τους λειμώνες, | γρήγορα να καρπίσουν | στη γη μας την ευρύστερνη.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία