σπισισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπισισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική speciesism < species + -ism (-ισμός) < λατινική species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spéḱyeti < *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) + *-yeti
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπισισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, φιλοσοφία) κοινωνικό δόγμα που ισχυρίζεται την ανωτερότητα του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα, την δυνατότητα επιβολής και εξουσίας των ανθρώπων σε βάρος των υπολοίπων ζώων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σπισισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπισισμός