↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπισισμός οι σπισισμοί
      γενική του σπισισμού των σπισισμών
    αιτιατική τον σπισισμό τους σπισισμούς
     κλητική σπισισμέ σπισισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπισισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική speciesism < species + -ism (-ισμός) < λατινική species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spéḱyeti < *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) +‎ *-yeti

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπισισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία