αντισπισιμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντισπισιμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική antispeciesism
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντισπισιμός αρσενικό
- (νεολογισμός, φιλοσοφία) η κοινωνική στάση ή κοινωνικό κίνημα που αντιτίθεται στο σπισισμό, και υποστηρίζει την ισότητα μεταξύ των ειδών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντισπισιμός