↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντισπισιμός οι αντισπισιμοί
      γενική του αντισπισιμού των αντισπισιμών
    αιτιατική τον αντισπισιμό τους αντισπισιμούς
     κλητική αντισπισιμέ αντισπισιμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντισπισιμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική antispeciesism

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντισπισιμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία