σπάργανα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σπάργανα | ||
γενική | των | σπαργάνων | ||
αιτιατική | τα | σπάργανα | ||
κλητική | σπάργανα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπάργανα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπάργανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι μακριές και φαρδιές υφασμάτινες ταινίες, με τις οποίες τύλιγαν παλιά τα μωρά
- (μεταφορικά) στα σπάργανα: σε νηπιακή ηλικία, στο ξεκίνημα, σε πρώιμο στάδιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπάργανα
|