Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σπάργανα
      γενική των σπαργάνων
    αιτιατική τα σπάργανα
     κλητική σπάργανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπάργανα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπάργανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. οι μακριές και φαρδιές υφασμάτινες ταινίες, με τις οποίες τύλιγαν παλιά τα μωρά
     συνώνυμα: φασκιές
  2. (μεταφορικά) στα σπάργανα: σε νηπιακή ηλικία, στο ξεκίνημα, σε πρώιμο στάδιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία