γεννοφάσκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- στην έκφραση από τα γεννοφάσκια μου (σου, του, κλπ): από τη βρεφική ηλικία
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεννοφάσκια
|
γεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
|