Ετυμολογία

επεξεργασία
γεννοφάσκια < γέννα + φασκιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • στην έκφραση από τα γεννοφάσκια μου (σου, του, κλπ): από τη βρεφική ηλικία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία