σπαργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαργάνωση | οι | σπαργανώσεις |
γενική | της | σπαργάνωσης* | των | σπαργανώσεων |
αιτιατική | τη | σπαργάνωση | τις | σπαργανώσεις |
κλητική | σπαργάνωση | σπαργανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπαργανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπαργάνωση < ελληνιστική κοινή σπαργάνωσις[1] < αρχαία ελληνική σπαργανόω < σπάργανον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπαργάνωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπαργανώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπαργάνωση
|
- ↑ σπαργάνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.