σπαργάνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπαργάνωσῐς | αἱ | σπαργανώσεις | ||||
γενική | τῆς | σπαργανώσεως | τῶν | σπαργανώσεων | ||||
δοτική | τῇ | σπαργανώσει | ταῖς | σπαργανώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σπαργάνωσῐν | τὰς | σπαργανώσεις | ||||
κλητική ὦ! | σπαργάνωσῐ | σπαργανώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπαργανώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σπαργανωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαργάνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπαργανῶ (κλίση σπαργανόω) + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπαργάνωσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σπαργάνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.