Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπαργάνωσῐς αἱ σπαργανώσεις
      γενική τῆς σπαργανώσεως τῶν σπαργανώσεων
      δοτική τῇ σπαργανώσει ταῖς σπαργανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σπαργάνωσῐν τὰς σπαργανώσεις
     κλητική ! σπαργάνωσῐ σπαργανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπαργανώσει
γεν-δοτ τοῖν  σπαργανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαργάνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπαργανῶ (κλίση σπαργανόω) + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπαργάνωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία