Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάσκιωμα τα φασκιώματα
      γενική του φασκιώματος των φασκιωμάτων
    αιτιατική το φάσκιωμα τα φασκιώματα
     κλητική φάσκιωμα φασκιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάσκιωμα < φασκιώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάσκιωμα ουδέτερο

  • το σπαργάνωμα του βρέφους με φασκιές, το τύλιγμά του με ειδικη λωρίδα υφάσματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία