αποσπαργανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσπαργανώνω < απο- + σπαργανώνω
Ρήμα
επεξεργασίααποσπαργανώνω
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ολοκληρώνω τη διαδικασία του σπαργανώματος
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσπαργάνωμα
- αποσπαργάνωση
- → δείτε τη λέξη σπάργανα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσπαργανώνω | αποσπαργάνωνα | θα αποσπαργανώνω | να αποσπαργανώνω | αποσπαργανώνοντας | |
β' ενικ. | αποσπαργανώνεις | αποσπαργάνωνες | θα αποσπαργανώνεις | να αποσπαργανώνεις | αποσπαργάνωνε | |
γ' ενικ. | αποσπαργανώνει | αποσπαργάνωνε | θα αποσπαργανώνει | να αποσπαργανώνει | ||
α' πληθ. | αποσπαργανώνουμε | αποσπαργανώναμε | θα αποσπαργανώνουμε | να αποσπαργανώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσπαργανώνετε | αποσπαργανώνατε | θα αποσπαργανώνετε | να αποσπαργανώνετε | αποσπαργανώνετε | |
γ' πληθ. | αποσπαργανώνουν(ε) | αποσπαργάνωναν αποσπαργανώναν(ε) |
θα αποσπαργανώνουν(ε) | να αποσπαργανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσπαργάνωσα | θα αποσπαργανώσω | να αποσπαργανώσω | αποσπαργανώσει | ||
β' ενικ. | αποσπαργάνωσες | θα αποσπαργανώσεις | να αποσπαργανώσεις | αποσπαργάνωσε | ||
γ' ενικ. | αποσπαργάνωσε | θα αποσπαργανώσει | να αποσπαργανώσει | |||
α' πληθ. | αποσπαργανώσαμε | θα αποσπαργανώσουμε | να αποσπαργανώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσπαργανώσατε | θα αποσπαργανώσετε | να αποσπαργανώσετε | αποσπαργανώστε | ||
γ' πληθ. | αποσπαργάνωσαν αποσπαργανώσαν(ε) |
θα αποσπαργανώσουν(ε) | να αποσπαργανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσπαργανώσει | είχα αποσπαργανώσει | θα έχω αποσπαργανώσει | να έχω αποσπαργανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσπαργανώσει | είχες αποσπαργανώσει | θα έχεις αποσπαργανώσει | να έχεις αποσπαργανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσπαργανώσει | είχε αποσπαργανώσει | θα έχει αποσπαργανώσει | να έχει αποσπαργανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσπαργανώσει | είχαμε αποσπαργανώσει | θα έχουμε αποσπαργανώσει | να έχουμε αποσπαργανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσπαργανώσει | είχατε αποσπαργανώσει | θα έχετε αποσπαργανώσει | να έχετε αποσπαργανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσπαργανώσει | είχαν αποσπαργανώσει | θα έχουν αποσπαργανώσει | να έχουν αποσπαργανώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσπαργανώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- αποσπαργανώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)