σκηνοπηγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνοπηγία < ελληνιστική κοινή σκηνοπηγία < αρχαία ελληνική σκηνή + πήγνυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ski.no.piˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νο‐πη‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκηνοπηγία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το στήσιμο / η εγκατάσταση σκηνών
- (θρησκεία) μεγάλη ιουδαϊκή εορτή σε ανάμνηση της διαμονής των Ισραηλιτών σε σκηνές στην έρημο μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο
- ≈ συνώνυμα: εορτή της συγκομιδής, εορτή των σκηνών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκατάσταση σκηνών
ιουδαϊκή εορτή