Δείτε επίσης: σίναπι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σινάπι τα σινάπια
      γενική του σιναπιού των σιναπιών
    αιτιατική το σινάπι τα σινάπια
     κλητική σινάπι σινάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινάπι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σινάπιον, υποκοριστικό του σίναπι < αρχαία ελληνική νᾶπυ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σινάπι ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτά του γένους Sinapis, ειδικότερα, η κοινή ονομασία για το είδος Sinapis arvensis
     συνώνυμα: βρούβα, λαψάνα
  2. (μπαχαρικό) ο σπόρος μερικών ειδών του γένους Sinapis από τον οποίο παράγεται η μουστάρδα

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία