Δείτε επίσης: σίναπι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σινάπι τα σινάπια
      γενική του σιναπιού των σιναπιών
    αιτιατική το σινάπι τα σινάπια
     κλητική σινάπι σινάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σινάπι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σινάπιον, υποκοριστικό του σίναπι (η σημασία ταυτίζεται με την αρχαία ελληνική νᾶπυ). Περισσότερα στο σίναπι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈna.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐νά‐πι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σινάπι ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό του γένους Sinapis, ειδικότερα, η κοινή ονομασία για το είδος Sinapis arvensis
     συνώνυμα: βρούβα, λαψάνα
  2. (μπαχαρικό) ο σπόρος μερικών ειδών του γένους Sinapis από τον οποίο παράγεται η μουστάρδα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία