σινάπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σινάπι | τα | σινάπια |
γενική | του | σιναπιού | των | σιναπιών |
αιτιατική | το | σινάπι | τα | σινάπια |
κλητική | σινάπι | σινάπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σινάπι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σινάπιον, υποκοριστικό του σίναπι < αρχαία ελληνική νᾶπυ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασινάπι ουδέτερο
- (φυτό) φυτά του γένους Sinapis, ειδικότερα, η κοινή ονομασία για το είδος Sinapis arvensis
- (μπαχαρικό) ο σπόρος μερικών ειδών του γένους Sinapis από τον οποίο παράγεται η μουστάρδα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σινάπι στη Βικιπαίδεια