Δείτε επίσης: σινάπι

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐνᾱπῐ- σῐνᾱπε-
ονομαστική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
      γενική τοῦ σινάπεως τῶν σινάπεων
      δοτική τῷ σινάπει τοῖς σινάπεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
     κλητική ! σίναπῐ σινάπη
σινάπε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινάπει
γεν-δοτ τοῖν  σιναπέοιν
Δείτε και σίναπυ, τοῦ σινάπυος.
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίναπι < αρχαία ελληνική νᾶπυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σινάπι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίναπι ουδέτερο (σῐνᾱπῐ) (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία