Δείτε επίσης: σινάπι
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐνᾱπῐ- σῐνᾱπε-
ονομαστική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
      γενική τοῦ σινάπεως τῶν σινάπεων
      δοτική τῷ σινάπει τοῖς σινάπεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
     κλητική ! σίναπῐ σινάπη
σινάπε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινάπει
γεν-δοτ τοῖν  σιναπέοιν
Δείτε και σίναπυ, τοῦ σινάπυος.
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίναπι (ελληνιστική κοινή): Η σημασία ταυτίζεται με την αρχαία ελληνική νᾶπυ. Οι δύο τύποι δεν εξηγούνται μορφολογικά και γι' αυτό θεωρούνται πιθανά δάνεια.[1]
Άλλες υποθέσεις: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   ή προέλευσης από την προελληνική [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίναπι ουδέτερο (σῐνᾱπῐ) (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

σίναπι (ελληνιστική κοινή)

για τα νέα ελληνικά, δείτε σινάπιον
λατινικά: sinapi, sinapis > ταξινομικό γένος Sinapis
δείτε περισσότερα στο sinapi#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.