sinapis
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sinapis < αρχαία ελληνική σίναπι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈnaː.pis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
sinapis θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinapis | sinapēs |
γενική | sinapis | sinapium |
δοτική | sinapī | sinapibus |
αιτιατική | sinapem | sinapēs/sinapīs |
κλητική | sinapis | sinapēs |
αφαιρετική | sinape | sinapibus |
η αφαιρετική ενικού & sinapi |