σιναπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιναπισμός < ελληνιστική κοινή σιναπισμός. Συγχρονικά αναλύεται σε σινάπ(ι) + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιναπισμός αρσενικό
- (ιατρική) κατάπλασμα από σπόρους σιναπιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιναπισμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιναπισμός (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σιναπισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.