Δείτε επίσης: νάπη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νᾰπῠ-
ονομαστική τὸ νᾶπῠ τὰ νάπῠ
      γενική τοῦ νάπῠος τῶν ναπῠ́ων
      δοτική τῷ νάπῠῐ̈ τοῖς νάπῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ νᾶπῠ τὰ νάπῠ
     κλητική ! νᾶπῠ νάπῠ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νάπῠε
γεν-δοτ τοῖν  ναπῠ́οιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νᾶπυ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νᾶπυ, -υος ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία