Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιναπούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σιναπούχ
ος
η
σιναπούχ
α
το
σιναπούχ
ο
γενική
του
σιναπούχ
ου
της
σιναπούχ
ας
του
σιναπούχ
ου
αιτιατική
τον
σιναπούχ
ο
τη
σιναπούχ
α
το
σιναπούχ
ο
κλητική
σιναπούχ
ε
σιναπούχ
α
σιναπούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σιναπούχ
οι
οι
σιναπούχ
ες
τα
σιναπούχ
α
γενική
των
σιναπούχ
ων
των
σιναπούχ
ων
των
σιναπούχ
ων
αιτιατική
τους
σιναπούχ
ους
τις
σιναπούχ
ες
τα
σιναπούχ
α
κλητική
σιναπούχ
οι
σιναπούχ
ες
σιναπούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιναπούχος
<
σινάπι
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
σιναπούχος
που περιέχει
σινάπι
/
σιναπόσπορο
ή έχει
πασπαλιστεί
με
σκόνη
σιναπιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιναπούχος