senape
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- senape < δημώδης λατινική sìnape < λατινική sināpem ή sināpe < αρχαία ελληνική σίναπι < ανατολικής προέλευσης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
senape | senapi |
senape (it)
Επίθετο επεξεργασία
senape (it)
- μουσταρδής, απόχρωση μεταξύ κίτρινου και καφέ