Ετυμολογία

επεξεργασία
senape < δημώδης λατινική sìnape < λατινική sināpem ή sināpe < αρχαία ελληνική σίναπι < ανατολικής προέλευσης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
senape senapi

senape (it)

  1. (φυτό) σινάπι
  2. η μουστάρδα

  Επίθετο

επεξεργασία

senape (it)