↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεβιλλιάνικος η σεβιλλιάνικη το σεβιλλιάνικο
      γενική του σεβιλλιάνικου της σεβιλλιάνικης του σεβιλλιάνικου
    αιτιατική τον σεβιλλιάνικο τη σεβιλλιάνικη το σεβιλλιάνικο
     κλητική σεβιλλιάνικε σεβιλλιάνικη σεβιλλιάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεβιλλιάνικοι οι σεβιλλιάνικες τα σεβιλλιάνικα
      γενική των σεβιλλιάνικων των σεβιλλιάνικων των σεβιλλιάνικων
    αιτιατική τους σεβιλλιάνικους τις σεβιλλιάνικες τα σεβιλλιάνικα
     κλητική σεβιλλιάνικοι σεβιλλιάνικες σεβιλλιάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεβιλλιάνικος < Σεβιλλιαν(ός) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.viˈʎa.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐βιλ‐λιά‐νι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

σεβιλλιάνικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Σεβίλλη ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία