Δείτε επίσης: σεβιλλιανός, Σεβιλλιάνος, σεβιλλιάνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σεβιλλιανός οι Σεβιλλιανοί
      γενική του Σεβιλλιανού των Σεβιλλιανών
    αιτιατική τον Σεβιλλιανό τους Σεβιλλιανούς
     κλητική Σεβιλλιανέ Σεβιλλιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σεβιλλιανός < Σεβίλλ(η) + -ιανός [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.vi.li.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐βιλ‐λι‐α‐νός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σεβιλλιανός αρσενικό (θηλυκό ?)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «Σεβίλλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)