σανατόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σανατόριο < αγγλική sanatorium[1] < υστερολατινική sanatorius[2] (θεραπευτικός) < λατινική sanatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sano < sanus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swā-n- (υγιής)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.na.ˈto.ri.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐να‐τό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σανατόριο ουδέτερο
- (συνήθως παρωχημένο, ιατρική) το θεραπευτήριο για ασθενείς που πάσχουν από φυματίωση ή άλλα θωρακικά νοσήματα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σανατόριο
- ↑ σανατόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.