Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σανατορικός η σανατορική το σανατορικό
      γενική του σανατορικού της σανατορικής του σανατορικού
    αιτιατική τον σανατορικό τη σανατορική το σανατορικό
     κλητική σανατορικέ σανατορική σανατορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σανατορικοί οι σανατορικές τα σανατορικά
      γενική των σανατορικών των σανατορικών των σανατορικών
    αιτιατική τους σανατορικούς τις σανατορικές τα σανατορικά
     κλητική σανατορικοί σανατορικές σανατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σανατορικός < σανατόριο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σανατορικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία