Ετυμολογία

επεξεργασία
sanatorius < λατινική sanatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < sanus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swā-n- (υγιής)

  Επίθετο

επεξεργασία

sanatorius

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική sanatarius sanataria sanatarium sanatariī sanatariae sanataria
γενική sanatariī sanatariae sanatariī sanatariōrum sanatariārum sanatariōrum
δοτική sanatariō sanatariae sanatariō sanatariīs sanatariīs sanatariīs
αιτιατική sanatarium sanatariam sanatarium sanatariōs sanatariās sanataria
κλητική sanatarius sanataria sanatarium sanatariī sanatariae sanataria
αφαιρετική sanatariō sanatariā sanatariō sanatariīs sanatariīs sanatariīs
(Δευτερόκλιτα επίθετα) (Αντωνυμίες)