σαλικυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλικυλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική salicylique < λατινική salix (ιτιά) (salic-) + αρχαία ελληνική ὕλη + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.li.ci.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λι‐κυ‐λι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασαλικυλικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση με το σαλικυλικό οξύ ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαλικυλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας