Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλικυλικός η σαλικυλική το σαλικυλικό
      γενική του σαλικυλικού της σαλικυλικής του σαλικυλικού
    αιτιατική τον σαλικυλικό τη σαλικυλική το σαλικυλικό
     κλητική σαλικυλικέ σαλικυλική σαλικυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλικυλικοί οι σαλικυλικές τα σαλικυλικά
      γενική των σαλικυλικών των σαλικυλικών των σαλικυλικών
    αιτιατική τους σαλικυλικούς τις σαλικυλικές τα σαλικυλικά
     κλητική σαλικυλικοί σαλικυλικές σαλικυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλικυλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική salicylique < λατινική salix salic- + αρχαία ελληνική ὕλη + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.li.ci.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λι‐κυ‐λι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σαλικυλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία