→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλικυλικό οξύ < σαλικυλικός + οξύ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική salicylic acid)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

σαλικυλικό οξύ ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία