σαλικυλικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σαλικυλικό οξύ < σαλικυλικός + οξύ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική salicylic acid)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
σαλικυλικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) οργανικό οξύ (χημικός τύπος: HOC₆H₄COOH ή C₇H₆O₃) που ανήκει στην κατηγορία τών β-υδροξυοξέων (BHA), χρησιμοποιείται ευρέως στη δερματολογία λόγω των απολεπιστικών και αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων του και συχνά βρίσκεται σε προϊόντα περιποίησης του δέρματος για την καταπολέμηση της ακμής, καθώς βοηθά στον καθαρισμό των πόρων και στη μείωση των φλεγμονών, ενώ είναι και πρόδρομη ουσία του ακετυλοσαλικικού οξέος (της ασπιρίνης)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαλικυλικό οξύ