απολεπιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απολεπιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απολέπιση ή συμβάλλει στο να επιτευχθεί
- Τονωτικός, στυπτικός και απολεπιστικός, ο χυμός του λεμονιού είναι ιδανικός για τα λιπαρά δέρματα με διεσταλμένους πόρους, για τα αδύνατα μαλλιά, αλλά και για την αντιμετώπιση της λιπαρότητας και της πιτυρίδας. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολεπιστικός
→ δείτε τη λέξη αποφολιδωτικός |