salicylique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.li.si.lik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
salicylique | salicyliques |
salicylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
salicylique | salicyliques |
salicylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό