σέρτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σέρτικος | η | σέρτικη | το | σέρτικο |
γενική | του | σέρτικου | της | σέρτικης | του | σέρτικου |
αιτιατική | τον | σέρτικο | τη | σέρτικη | το | σέρτικο |
κλητική | σέρτικε | σέρτικη | σέρτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σέρτικοι | οι | σέρτικες | τα | σέρτικα |
γενική | των | σέρτικων | των | σέρτικων | των | σέρτικων |
αιτιατική | τους | σέρτικους | τις | σέρτικες | τα | σέρτικα |
κλητική | σέρτικοι | σέρτικες | σέρτικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασέρτικος
- βαρύς, δυνατός, αψύς, οξύθυμος
- ⮡ Σκουρόχρωμος παραδοσιακός ελληνικός, σέρτικος [καφές] στην γεύση με διαρκές άρωμα.
- ※ Υπάρχει, που λέτε, ο άντρας ο βαρύς, ο σέρτικος. Αυτός που θα υψώσει τη φωνή, θα πάρει το ύφος το βαρύ κι ασήκωτο και […] με το που κάθεται και διπλώνεται το κωλάντερο, νιώθει να του 'ρχεται δεύτερος πόρδακλος, βαρύς και σέρτικος, με μεγάλη πιθανότητα οσκαρικών ηχητικών εφέ.
- Αύγουστος Κορτώ, Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά (Αθήνα: Πατάκης, 2016).
- σέρτικο τσιγάρο, σέρτικος στόκος