σέρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σέρτης | οι | σέρτηδες |
γενική | του | σέρτη | των | σέρτηδων |
αιτιατική | τον | σέρτη | τους | σέρτηδες |
κλητική | σέρτη | σέρτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασέρτης αρσενικό
- άνθρωπος οργίλος και εκδικητικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σέρτης
|