Ετυμολογία

επεξεργασία
πόρδακλος < πορδή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόρδακλος αρσενικό

  • (υπερθετικό) μεγάλη, δυνατή πορδή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία