προχειρογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προχειρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που χαρακτηριστικό είναι η προχειρότητα ως προς τη γραφή
Συγγενικά επεξεργασία
- προχειρογραφία
- → δείτε τις λέξεις πρόχειρος, χέρι και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προχειρογράφος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προχειρογρᾰ́φος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- προχειρογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.