προχειρογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχειρογραφία < προχειρογράφος + -ία < ελληνιστική κοινή προχειρογράφος < αρχαία ελληνική πρόχειρος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροχειρογραφία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του προχειρογράφου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προχειρογράφος, πρόχειρος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προχειρογραφία
|