προοιμιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προοιμιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προοιμιακός
Επίθετο επεξεργασία
προοιμιακός
- εισαγωγικός
- που σχετίζεται ή αναφέρεται σε προοίμιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προοιμιακός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προοιμιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προοιμιακός ή προοίμι(ον) + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
προοιμιακός
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη προοίμιον
Πηγές επεξεργασία
- προοιμιακός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.104 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προοιμιακός < αρχαία ελληνική προοίμι(ον) + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
προοιμιακός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που αναφέρεται ή ανήκει σε προοίμιο, προοιμιακός
Πηγές επεξεργασία
- προοιμιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.