προοίμιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προοίμιο | τα | προοίμια |
γενική | του | προοιμίου & προοίμιου |
των | προοιμίων & προοίμιων |
αιτιατική | το | προοίμιο | τα | προοίμια |
κλητική | προοίμιο | προοίμια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προοίμιο < αρχαία ελληνική προοίμιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προοίμιο ουδέτερο
- η εισαγωγή, ο πρόλογος, πχ σε ένα ποιητικό έργο
- το προοίμιο της Ιλιάδας
- (γενικότερα)} η απαρχή μιας ευρύτερης ακολουθίας που προαναγγέλλει τα επόμενα
- προοίμιο μανίας