Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προοίμιον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προοίμιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προοίμιον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προοίμιον τὰ προοίμι
      γενική τοῦ προοιμίου τῶν προοιμίων
      δοτική τῷ προοιμί τοῖς προοιμίοις
    αιτιατική τὸ προοίμιον τὰ προοίμι
     κλητική ! προοίμιον προοίμι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προοιμίω
γεν-δοτ τοῖν  προοιμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προοίμιον < προ- + οἶμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προοίμιον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οἶμος

  Πηγές επεξεργασία